- στηθοσκοπικός
- η , ό[ν] стетоскопический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στηθοσκοπικός — ή, ό, Ν [στηθοσκοπώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στηθοσκόπηση. επίρρ... στηθοσκοπικώς και στηθοσκοπικά Ν με στηθοσκόπηση … Dictionary of Greek